ἀκαίριος

ἀκαίριος
ἀκαίρ-ιος, ον, poet. for ἄκαιρος, ἀ. ἥκεις, of
A untimely death, IG14.1363.11. Adv. -ίως unseasonably, BGU846.14 (ii A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀκαίριος — untimely masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαίριον — ἀκαίριος untimely masc/fem acc sg ἀκαίριος untimely neut nom/voc/acc sg ἀ̱καίριον , ἀκαιρέω to be without an opportunity imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱καίριον , ἀκαιρέω to be without an opportunity imperf ind act 1st sg (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακέραιος — Ολόκληρος, πλήρης, ανέπαφος, σώος· ανόθευτος, άδολος, τίμιος. (Μαθημ.) Α. αριθμός. Οι α. θετικοί ή φυσικοί αριθμοί αποτελούν ένα από τα θεμέλια της μαθηματικής επιστήμης και πρέπει να θεωρούνται προμαθηματικές έννοιες που έχουν αποκτηθεί από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”